κλοτσώ

κλοτσώ
κλοτσάω 1. μετ.
1) бить ногой, пинать; 2) брыкать, лягать; 3) перен. отталкивать; 4) выгонять, бросать (кого-л.); оставлять без ухода; 2. αμετ. 1) брыкаться, лягаться (о животных); 2) работать неритмично, рывками (о машине); 3) отдавать (о ружье)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κλοτσώ" в других словарях:

  • κλοτσώ — και κλοτσάω κλότσησα, κλοτσήθηκα, κλοτσημένος 1. χτυπώ κάτι ή κάποιον με τα πόδια. 2. έχω τη συνήθεια να χτυπώ με τα πόδια: Το άλογο δεν κλοτσάει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλοτσώ — (Μ κλοτσῶ, άω) [κλότσος] χτυπώ κάποιον ή κάτι με το πόδι μου, δίνω κλοτσιά σε κάποιον ή σε κάτι, λακτίζω («ήταν τόσο εξαγριωμένος ώστε άρχισε να κλοτσάει ό,τι έβρισκε μπροστά του») νεοελλ. 1. έχω τη συνήθεια να δίνω κλοτσιές («αυτό το άλογο δεν… …   Dictionary of Greek

  • κλοτσίζω — (Μ) κλοτσώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐ κλότσ ησα τού κλοτσῶ, κατά το σχήμα χάρ ισα: χαρ ίζω] …   Dictionary of Greek

  • κλότσημα — το [κλοτσώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κλοτσώ, κλοτσιά, λάκτισμα 2. (για τα πυροβόλα όπλα) η προς τα πίσω κίνηση που γίνεται κατά την εκπυρσοκρότηση, ανατροχασμός …   Dictionary of Greek

  • λακτίζω — (AM λακτίζω) 1. χτυπώ με το πόδι, ιδίως με τη φτέρνα, χτυπώ με λακτίσματα, κλοτσώ («βοῡς ὁ λακτίσας ὑμᾱς», Ηρώνδ.) 2. μτφ. εκδιώκω κάποιον, περιφρονώ κάποιον μσν. (για ιππέα) παροτρύνω τον ίππο χτυπώντας τον με τον πτερνιστήρα ή με τη φτέρνα αρχ …   Dictionary of Greek

  • σπαίρω — Α 1. κινούμαι σπασμωδικά 2. σπαρταρώ, σφαδάζω («σπαίρει ἅλλεται, σκιρτᾷ, πηδᾷ. σκορπίζει», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. σπαίρω συνδέεται με το σημασιολογικά παράλληλο και συχνότερο ἀσπαίρω* «σπαρταρώ», και, σύμφωνα με μια άποψη, έχει… …   Dictionary of Greek

  • υπολακτίζω — Α κλοτσώ κρυφά, ὑπουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λακτίζω «χτυπώ με το πόδι, κλοτσώ»] …   Dictionary of Greek

  • αναλακτίζω — (Α ἀναλακτίζω) 1. κλοτσώ προς τα επάνω ή προς τα πίσω ή κατ’ επανάληψη 2. περιφρονώ, απορρίπτω περιφρονητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + λακτίζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναλάκτιση] …   Dictionary of Greek

  • αντιλακτίζω — ἀντιλακτίζω (Α) 1. ανταποδίδω λάκτισμα, κλοτσιά 2. λακτίζω, κλοτσώ …   Dictionary of Greek

  • απολακτίζω — (AM ἀπολακτίζω) [λακτίζω] απορρίπτω αρχ. 1. διώχνω μακριά κλοτσώντας 2. κλοτσώ …   Dictionary of Greek

  • ασπαίρω — ἀσπαίρω (Α) 1. σπαρταρώ 2. αντιστέκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ασπαίρω, όπως εξάλλου και το σημασιολογικά παράλληλο, αλλά μτγν. και πολύ πιο σπάνιο σπαίρω, συνδέεται με το λιθ. spiriu «χτυπώ με τα πόδια, κλοτσώ» Το αρχικό α τού ρ. είναι υστερογενές… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»